κήνσορας

κήνσορας
suçlayan, itham eden

Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό. 2010.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • απογραφή — Στατιστική εργασία με τη βοήθεια της οποίας υπολογίζεται περιοδικά και ταυτόχρονα ο αριθμός των κατοίκων μιας περιοχής και η βιολογική (ηλικία, φύλο) και κοινωνική (ιθαγένεια, γλώσσα, εκπαίδευση, θρησκεία, οικονομική και επαγγελματική κατηγορία)… …   Dictionary of Greek

  • Γέλιος — (Gellius). Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Γναίος (2ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος χρονογράφος. Έγραψε σε 97 βιβλία χρονικό της ρωμαϊκής ιστορίας από την αρχαιότατη εποχή. 2. Ποπλικόλας (1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός. Έγινε πραίτορας… …   Dictionary of Greek

  • Αυρήλιος, Κότα — Όνομα ιστορικών προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Ρήτορας, φίλος του Μάρκου Λίβιου Δρούσου. Έγινε ύπατος το 75 π.Χ. Ο διάλογος του Κικέρωνα De natura deorum διαδραματίζεται στο σπίτι του. 2. Ύπατος το 74 π.Χ. Ως διοικητής της Βιθυνίας, ηττήθηκε το …   Dictionary of Greek

  • Βάλβος — Όνομα ιστορικών προσώπων. 1. Λεύκιος Κορνήλιος ο Γαδιτανός (Lucius Cornelius Balbus, Γάδειρα 1ος αι. π.Χ.). Στενός φίλος του Καίσαρα και του Πομπήιου. Όταν ξέσπασε ο εμφύλιος πόλεμος, έκανε κάθε προσπάθεια για να τους συμφιλιώσει. Μετά τον θάνατο …   Dictionary of Greek

  • Δαλματικός, Λούκιος Καικίλιος Μέτελος — (2ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος στρατηγός από την οικογένεια των Καικιλίων. Το 119 π.Χ. έγινε ύπατος και κήρυξε τον πόλεμο κατά των Δαλματών, τους οποίους νίκησε χωρίς αντίσταση. Γι’ αυτό έλαβε τότε το επώνυμο Δ. Το 115 ονομάστηκε κήνσορας και με αυτή… …   Dictionary of Greek

  • Κάτων, Μάρκος Πόρκιος, ο Πρεσβύτερος ή Τιμητής — (Marcus Porcius Cato, Τούσκουλο 234 – Ρώμη 149 π.Χ.). Ρωμαίος πολιτικός και συγγραφέας. Για να διακρίνεται από τον δισέγγονό του, του δόθηκε η προσωνυμία Πρεσβύτερος. Καθώς καταγόταν από οικογένεια γεωργών, ασχολήθηκε και ο ίδιος με τη γεωργία… …   Dictionary of Greek

  • Κράσσος — (Crassus). Επώνυμο οικογένειας πληβείων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Λούκιος Λικίνιος (Lucius Licinius, 140 – 91 π.Χ.). Νομομαθής πολιτικός. Διετέλεσε διαδοχικά τριττύαρχος (107 π.Χ.), ύπατος (95 π.Χ.) και τιμητής (92 π.Χ.). Λόγω της ευγλωττίας του… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”